- ποικιλεύομαι
- ποικῐλ-εύομαι,A to be versatile or artful, Vett.Val.4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλεύομαι — Α [ποικίλος] είμαι εύστροφος, ευμετάβλητος, άστατος ή πανούργος, μιλώ και ενεργώ με επιδεξιότητα ή με πανουργία … Dictionary of Greek
ποικιλεύεσθαι — ποικιλεύομαι to be versatile pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek